- στήριγμα
- Ημιορεινός οικισμός (62 κάτ., υψόμ. 400 μ.), στην επαρχία Ξάνθης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Μύκης.
* * *-ίγματος, το, ΝΜΑ [στηρίζω]1. καθετί πάνω στο οποίο στηρίζεται κάτι, μέσο στήριξης, έρεισμα (α. «στήριγμα τής καρέκλας» β. «καί μοι χερός τις ἐνδότω στηρίγματα, θάκους ἀπήνης ὡς ἂν ἐκλίπω καλῶς», Ευρ.)2. μτφ. πρόσωπο στο οποίο μπορεί να βασιστεί κανείς για υλική ἡ ηθική βοήθεια, προστάτης, βοηθός (α. «ο γιος της ήταν το μόνο στήριγμά της» β. «ὡς στήριγμα πιστῶν δεδομένη, Παρθένε», Μηναί.γ. «στηρίγματ' οἴκου, Τραγ. Αδέσπ.)νεοελλ.1. στρ. μικρό τμήμα ειδικά διατεθειμένο για την υπεράσπιση μιας μονάδας πυροβολικού που εκτελεί βολή εναντίον τού εχθρού2. μτφ. α) ηθική προστασία, βοήθειαβ) βάση, αρχή3. (μυκητ.) καθεμιά από τις τέσσερεις, συνήθως, προεκβολές στην κορυφή ενός βασιδίου οι οποίες φέρουν στην κορυφή από ένα βασιδιοσπόριο4. φρ. «στήριγμα διανύσματος»μαθ. η απεριόριστη ευθεία πάνω στην οποία φέρεται ένα διάνυσμααρχ.1. παρακερκίς*2. η στείρα τού πλοίου3. ουρανός, στερέωμα4. (με περιληπτ. σημ.) ομάδα φρουρών, φυλάκων ή υπηρετών που διατελούν σε υπηρεσία άρχοντα ή δημόσιου ιδρύματος («τὸ λοιπὸν τοῡ στηρίγματος μετῇρε Ναβουζαρδάν», ΠΔ.)5. στον πληθ. τὰ στηρίγματαχειρουργικά υποστηρίγματα.
Dictionary of Greek. 2013.